-
1 παραμυθέομαι
A encourage, exhort one to do a thing, c. dat. pers. et inf., , cf. 684, 15.45 : later c. dat. pers. only, PFay.19.6 (ii A. D.) : also c. acc. pers. et inf., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι; Pl.Lg. 666a ; παραμυθοῦ μ' (sc. ποιεῖν)ὅ τι καὶ πείσεις A.Pr. 1063
(anap.); θαρσεῖν (sc. σε)οὐδὲν παραμυθοῦμαι S.Ant. 935
(anap.).2 speak soothingly to, c. acc., παρεμυθεῖτο attempted to reassure them, Th.3.75, cf. Pl.R. 476e, etc.; encourage a dog, X.Cyn.6.25 : metaph., ; console, comfort, τινα Hdt.2.121.δ', Th.2.44, Alcid.Soph.10, Pl.Prt. 346b, al.; ;π. τινὰ λόγοισι Ar.V. 115
;τινὰ ὀψαρίοις Id.Fr.45
;τινὰ ἐπὶ τῇ κολάσει Luc. Tox.33
;ἑαυτὸν τῆς ἥττης D.C.48.46
; ταῖς ἐλπίσιν τἀλγεινὰ π. Men. 641 : c. neut. Adj., ; π. τὰς πόλεις ὡς .. console.. by saying that.., X.HG4.8.1.3 relieve, assuage, abate,π. ὁ οἶνος τὴν τοῦ γήρως δυσθυμίαν Thphr.Fr. 120
; Ἐπίκουρος τἀποθνῄσκειν π. Demetr.Lac.Herc.1013.13 ;ᾄδουσιν ἡσυχῇ τὸ ἔργον -ούμενοι D.Chr.1.9
;π. τὰς ἐν στρατοπέδοις συμφοράς Onos.1.13
; π. τὸν φθόνον, τὸ πένθος, τὴν ξυμφοράν, Plu.Alc.13, Luc. Philops.27, DMort. 28.3 ; [θρίδακες] κόρυζαν π. Gp.12.13.11 ; πῦρ ἀνάψαντες τὸ πικρὸν τοῦ κρυμοῦ π. Alciphr.1.1.4 soflen down, palliate,τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα Plu.Cleom.11
;διὰ τῶν τῆς γοργότητος ἰδίων τὸ λίαν ὕπτιον Hermog.Id.2.4
; explain away,τὸ μυθῶδες Plu.2.248b
; excuse,τὴν ἀπὸ μικρῶν ἐπίκλησιν Str.13.1.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμυθέομαι
См. также в других словарях:
παραμυθούμαι — έομαι και παραμυθώ, έω / παραμυθοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ μσν. αρχ. ελαττώνω, μειώνω αρχ. 1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου … Dictionary of Greek
Βρούτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λεύκιος Ιούνιος Β. (Lucius Junius Brutus, ; – 507; π.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Ταρκυνίας, αδελφής του Ταρκύνιου του Υπερήφανου, τελευταίου βασιλιά της Ρώμης. Λέγεται ότι πήρε το… … Dictionary of Greek
Τάκιτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πόπλιος Κορνήλιος (1ος – 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός. Δεν είναι γνωστά ούτε το πατρικό του όνομα, ούτε η πατρίδα του ούτε η χρονολογία γέννησης και θανάτου του. Μερικοί, σε ένα αμφισβητούμενο απόσπασμα των… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek